Moontowers – Crimson Harvest

Moontowers - Crimson Harvest

Moontowers – Crimson Harvest

Οι Moontowers είναι ένα συγκρότημα από το Koblenz (Κόμπλεντς) της Γερμανίας, το οποίο σχηματίστηκε από έμπειρους μουσικούς που συνεχίζουν να παίζουν ή έπαιζαν σε άλλες μπάντες. Ο κιθαρίστας Markus Kuschke είναι ο ιδρυτής των Moontowers, όπως επίσης και μέλος των black/thrash metalers “Desaster” οι οποίοι σχηματίστηκαν το 1988. Ο έτερος κιθαρίστας Fabio παίζει στη thrash metal μπάντα “Secutor”, αν και στους Moontowers αναλαμβάνει τον ρόλο του μπάσου και των δεύτερων φωνητικών, στα credits αναφέρεται ως Baulig. O ντράμερ Havoc προσέφερε τις υπηρεσίες του από το 2002 έως το 2019 στη heavy metal μπάντα “Metal Inquisitor”. Τέλος, σκόπιμα άφησα τον τραγουδιστή Dirk Dommermuth, ο οποίος είναι και η φωνή των “Blueside”, ενός συγκροτήματος  που δεν ανήκει στον χώρο του heavy metal. Αρκετά αξιόλογοι, παίζουν 70’s blues rock και ακούγονται περισσότερο ως ένα συγκρότημα από την Αμερική παρά από την Ευρώπη, πόσο μάλλον από την Γερμανία. Η επιλογή του Dirk και το κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το ύφος θα μας απασχολήσει πολλές φορές παρακάτω.

Δισκογραφικό ντεμπούτο για το συγκρότημα αποτελεί το EP “The Arrival” (2018), το οποίο αποτελείται από τρία τραγούδια (“The Cold and Mighty Ale”, “Strike ‘Em Down”, “Farewell”). Το καταθλιπτικό εξώφυλλο μου θυμίζει λίγο το “North From Here” των Sentenced κι αυτό γιατί κυριαρχεί αυτό το μουντό πράσινο χρώμα στο οποίο πέφτει κατευθείαν το μάτι. Μουσικά ανήκουν στον χώρο του epic doom metal, το οποίο ντύνουν με στίχους από τα πεδία των μαχών και της φαντασίας, ενώ δε λείπουν και οι αφηγήσεις ιστοριών. Το “Crimson Harvest” είναι το ντεμπούτο album του συγκροτήματος το οποίο κυκλοφόρησε το 2020 από ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (500). Αυτή τη φορά το εξώφυλλο ανταποκρίνεται περισσότερο στο ύφος του συγκροτήματος, ταιριάζει γάντι με τους στίχους και είναι εντυπωσιακό. H παραγωγή είναι πολύ καλή γεγονός που θα μας επιτρέψει να απολαύσουμε το album στο 100%. Ετοιμαστείτε να ακούσετε ένα κράμα από “Candlemass”, “Solitude Aeturnus”, “Manowar” εποχής “Into Glory Ride” και “Manilla Road”. Τους τελευταίους τους αναφέρω κυρίως λόγο φωνητικών, καθώς ο Dirk έχει μια ιδιαίτερη φωνή όπως και ο θρυλικός Mark Shelton. Επιτρέψτε μου να πω ότι τέτοιους τραγουδιστές μοιραία τους αγαπάς ή τους μισείς, ανάλογα με το γούστο του καθενός. Έχουμε έναν γεμάτο δίσκο μπροστά μας με διάρκεια που πλησιάζει τη μία ώρα, γι’ αυτό ας περάσουμε στην ανάλυση.

Εισαγωγή με το instrumental “The Foreshadowing”, επική μουσική, θα μπορούσε να ήταν και στο αρχικό μενού αντίστοιχου video game, ταιριάζει με το χαρακτήρα του δίσκου, αλλά δε θα σταθούμε παραπάνω, μπορείτε να το προσπεράσετε. Περνάμε στα κανονικά τραγούδια, τα οποία μας ενδιαφέρουν περισσότερο και το “Fear The White Hand” που ακολουθεί. Δε χρειάζεται να φτάσουμε στα μέσα του κομματιού για να καταλάβουμε πως πρόκειται για μια σύνθεση σαρωτική από την αρχή μέχρι το τέλος! Από το εναρκτήριο riff στα μελωδικά solos, από τα τύμπανα του Havoc μέχρι τον βαρύτονο Dirk, επιθετικό, άμεσο, ατόφιο heavy metal. Ίσως η φωνή ξενίσει αρκετούς όπως κι εμένα στο πρώτο άκουσμα, εξάλλου αρχή είναι ακόμα. Ακούστε το άλλη μια φορά, πραγματικά τα σπάει! “Be Free Forevermore”, o Kuschke συνεχίζει απτόητος να μοιράζει riffs και solos, άμεσο τραγούδι κι αυτό, με αρκετά epic στοιχεία αυτή τη φορά κι ένα πιασάρικο ρεφρέν από τα αγαπημένα μου στον δίσκο. Το αποτέλεσμα φυσικά τους δικαιώνει. Ακολουθεί το δεύτερο μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου, “Lake Of The Dead”, το οποίο σηματοδοτεί την εμφάνιση των πρώτων doom metal στοιχείων και της αφήγησης. Ξεκινά ως ατόφιο doom metal με τα ανάλογα riffs, σε χαμηλό tempo, αφήγηση και φωνητικά που βγάζουν μια βραχνάδα φέρνοντας στο μυαλό τον πρώτο τραγουδιστή των “Sentenced” Taneli Jarva. Στο ρεφρέν το οποίο είναι εξαιρετικό, το tempo ανεβαίνει, το ύφος αλλάζει σε επικό heavy metal, ενώ για γέφυρα έχουμε πάλι αφήγηση κι ένα υπέροχο solo του Kuschke. Οι εναλλαγές αυτές επαναλαμβάνονται μέχρι το τέλος συνθέτοντας έτσι ένα επικό τραγούδι, το καλύτερο στον δίσκο! “Into The Otherworld”, εδώ η μπάντα επιστρέφει στις πιο άμεσες συνθέσεις, οι κιθάρες του Kuschke και η δυνατή ερμηνεία του Dirk είναι αυτές που κλέβουν την παράσταση, επιθετικό, heavy metal με κάποια epic στοιχεία, το συγκρότημα προσθέτει ακόμα ένα αξιομνημόνευτο ρεφρέν στην συλλογή του, ενώ το ξέσπασμα που συναντάμε λίγο πριν το κλείσιμο του κομματιού είναι άκρως πορωτικό. Οι Moontowers εντυπωσιάζουν με ένα σερί φανταστικών τραγουδιών! “Never Again” χορταστικό σε διάρκεια, με neo folk στοιχειά τα οποία ακούμε από την εισαγωγή που εναλλάσσονται με ένα δυνατό epic metal ρεφρέν. Οι αυξομειώσεις στο tempo, τα αμιγώς heavy ξεσπάσματα και το solo διαρκείας είναι αυτά που κάνουν τη σύνθεση ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Πάρα πολύ καλό τραγούδι, λιγότερο αγαπημένο από τα προηγούμενα, όμως κρατάει πολύ ψηλά τον πήχη που έχει βάλει το συγκρότημα. Περνάμε στο ομότιτλο κομμάτι “Crimson Harvest”, το οποίο αποτελεί και τη πιο doom metal στιγμή στον δίσκο. Όπως και το προηγούμενο κομμάτι, είναι μεγάλο σε διάρκεια και ξεπερνά τα έξι λεπτά. Η μουσική του είναι φανταστική, το heavy ξέσπασμα στη μέση του κομματιού, η λύσσα που βγάζει ο Kuschke με την κιθάρα του και οι εξαιρετικές αφηγήσεις από τον Dirk, ανήκουν στα θετικά που μας αφήνει αυτό το τραγούδι. Υπάρχουν όμως κι αρνητικά, όπως η προσπάθεια για μία «σπαρακτική ερμηνεία» από τον Dirk σε ρόλο Messiah Marcolin και η διάρκεια η οποία δε θα έπρεπε να ξεπερνά τα πέντε λεπτά, καθώς η σύνθεση μετά το πεντάλεπτο δε παρουσιάζει τίποτα το ενδιαφέρον. Τραγούδι που αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα, δε θεωρείται μέτριο, αλλά είναι μία από τις πιο αδύναμες στιγμές στη κυκλοφορίας. Επιστροφή σε epic metal ύφος με το “Annihilator”,  ερμηνεία στα μέτρα του Dirk, από τις καλύτερες ερμηνείες του στον δίσκο. Ο Havoc δίνει τον ρυθμό στην εισαγωγή, ο Dirk τραγουδά με τη δυνατή μπάσα φωνή του, για να ακολουθήσουν οι Kuschke και Βaulig σε ένα heavy metal παραλήρημα. Ενέργεια, ζωντάνια, αμεσότητα, ασταμάτητο riffing, ρεφρενάρα και εξαιρετικό solo. Σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του! Κάτι που δε συμβαίνει με το “Bringer Of Dawn” που ακολουθεί. Σκοτεινό, heavy, επαναλαμβανόμενο και βαρετό, ευτυχώς όμως σύντομο σε διάρκεια. Φωτεινές εξαιρέσεις το ωραίο riff και ο Havoc που πρωταγωνιστεί με τα τύμπανα του. Το αποτέλεσμα αρκετά μέτριο, ωστόσο είναι η μοναδική φορά που βαριόμαστε κατά τη διάρκεια του δίσκου. Στη συνέχεια έχουμε και το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι στον δίσκο, το οποίο ξεπερνά τα εννέα λεπτά με τίτλο “Moontowers Rise Again”. Epic, power, doom, ακούμε όλα τα «καλούδια» του metal σ `αυτό το κομμάτι, μάλιστα δεν είναι λίγες φορές που η ερμηνεία του Dirk μου θυμίζει τον Blaze Bayley. Τα βήματα των στρατιωτών στην εισαγωγή, η δυναμική epic-power συνέχεια, τα doom metal στοιχεία τα οποία είναι διάχυτα στο κομμάτι, οι πετυχημένες αλλαγές σε ύφος και ρυθμό, η άψογη δουλειά του Kuschke με riffs και solos, οι ήχοι από τα πεδία των μαχών λίγο μετά τα μέσα του κομματιού, οι τυμπανοκρουσίες του Havoc, όλα αυτά συνθέτουν ένα φανταστικό τραγούδι! Τα λεπτά θα κυλήσουν χωρίς να το καταλάβετε! Αποχαιρετιστήριο κομμάτι το “Defenders Of The Tower”, το οποίο είναι και το πιο μικρό σε διάρκεια στον δίσκο. Σκοτεινό, ταξιδιάρικο, gothic, το μικρό αδερφάκι του “Celebrate” των “Fields Of The Nephilim” με πρωταγωνιστές το μπάσο του Βaulig και την υπέροχη ερμηνεία του Dirk, η κιθάρα του Kuschke «σιγοκλαίει» στο βάθος συνθέτοντας μια μοναδική ατμόσφαιρα. Απρόσμενο και ιδιαίτερο φινάλε για έναν epic doom metal δίσκο.

Συνοψίζοντας, ξεκινάω με το πολύ ευχάριστο νέο το οποίο ανακοίνωσε ο κιθαρίστας και ιδρυτής του συγκροτήματος, Markus Kuschke, πως οι Moontowers είναι μία κανονική μπάντα κι όχι ένα side project. To Crimson Harvest με την αξία του κατάφερε να μας κάνει να χαμογελάμε από ικανοποίηση όταν διαβάζουμε τέτοιες δηλώσεις. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό και γεμάτο δίσκο, μεγάλο σε διάρκεια, με 7 στα 10 (χωρίς το intro) κομμάτια το ένα καλύτερο από το άλλο, χωρίς fillers και περιττά εφέ. Το συγκρότημα είναι δεμένο κι ο Kuschke δεν χάνει την ευκαιρία να μας αποδείξει πως δεν είναι ηγέτης μόνο στα λόγια, εξάλλου η δουλειά που έχει κάνει σ `όλο τον δίσκο, τον δικαιώνει. Όπως ανέφερα και παραπάνω, φωνές όπως αυτή του Dirk Dommermuth μοιραία τις αγαπάς ή τις μισείς. Προσωπικά ανήκω σ ‘αυτούς που αγαπούν τη φωνή του, καθώς αυτή η ιδιαιτερότητα που έχει, κάνει το συγκρότημα να διαφέρει από τα υπόλοιπα συγκροτήματα του είδους. Επίσης, τους δίνει τη δυνατότητα να συνθέσουν μια ευρύτερη γκάμα τραγουδιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Defenders Of The Tower”. Ο Havoc και ο Baulig αξιοπρεπέστατοι στα πόστα τους, αν κι θα ήθελα να δοθεί λίγος περισσότερος χρόνος να ακουστούν οι μπασογραμμές του Baulig. Μόνο αισιοδοξία για την δεκαετία που ακολουθεί όταν στον πρώτο χρόνο βγαίνουν δίσκοι σα κι αυτόν. Με τη πάροδο των χρόνων θα ωριμάσει κι άλλο και θα αναφέρεται ως δίσκος σταθμός από τις νέες γενιές. Εύχομαι η μπάντα να συνεχίσει πιο δυναμικά στο μέλλον, για να μπορέσω κι εγώ να τους χαρίσω απλόχερα ένα δεκάρι! Προς το παρόν…

9/10

ΣΥΜΕΩΝ ΠΑΛΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Land Of The Rising Sun Part I

METAL DE FACTO – Land Of The Rising Sun Part. 1

Metal De Facto – Land Of The Rising Sun Part. 1 Κυκλοφόρησε το νέο άλμπουμ …

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *